- σκανδαλαβίζω
- σκανδαλαβίζω, durchforschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σκανδαλαβίζω — Μ μτφ. προσπαθώ να εξιχνιάσω, ανασκαλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκανδαλίζω «πειράζω, ενοχλώ» και λαμβάνω (πρβλ. θ. λαβ τού αορ. ἔ λαβ ον)] … Dictionary of Greek